- πρόσθετος
- additionnel
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πρόσθετος — put to masc nom sg πρόσθετος put to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθετος — η, ο / πρόσθετος, ον, ΝΜΑ, και προσθετός, ή, ό, Ν [προστίθημι] 1. αυτός που έχει προστεθεί εκ τών υστέρων, που έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί (α. «προσθετά δόντια» β. «πρόσθετοι κλίμακες», Αριστείδ. γ. «πρόσθετοι πτέρυγες»,… … Dictionary of Greek
πρόσθετος — η, ο αυτός που προστέθηκε, ο παραπανίσιος: Πρόσθετα έξοδα. – Πρόσθετα βάρη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσθέτω — πρόσθετος put to masc/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) προσθέτης accelerating masc gen sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθετον — πρόσθετος put to masc acc sg πρόσθετος put to neut nom/voc/acc sg πρόσθετος put to masc/fem acc sg πρόσθετος put to neut nom/voc/acc sg προστίθημι put to aor imperat act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτων — πρόσθετος put to fem gen pl πρόσθετος put to masc/neut gen pl πρόσθετος put to masc/fem/neut gen pl προστίθημι put to aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτοις — πρόσθετος put to masc/neut dat pl πρόσθετος put to masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτοισι — πρόσθετος put to masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτοισιν — πρόσθετος put to masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτου — πρόσθετος put to masc/neut gen sg πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg προσθέτης accelerating masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτους — πρόσθετος put to masc acc pl πρόσθετος put to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)